29.12.09

Η Πρωτοχρονιάτικη ιστορία των ΣΤΕ!

 img514

(Γραμμένη ειδικά για το μπλογκ και την παιδική εφημερίδα του Μεταίχμιου. Καλή χρονιά σε όλους!)



Η Πρωτοχρονιά του  Αιώνα

Είχε ξημερώσει  Πρωτοχρονιά και η Στέλλα ξύπνησε  χαρούμενη. Το προηγούμενο βράδυ, λίγα λεπτά αφού μπήκε ο καινούριος χρόνος (το 2010) η Στέλλα είχε ανταλλάξει δώρα με την οικογένειά της, είχε φάει υπέροχα φαγητά, είχε χορέψει και διασκεδάσει πολύ.  

Τώρα ήταν αρκετά ζαλισμένη, σαν υπνωτισμένη, καθώς  έβγαινε απ’ το δωμάτιό της. Ήταν τόσο ζαλισμένη που χάθηκε μέσα στο  ίδιο της το σπίτι. Προχωρούσε στο  διάδρομο ψάχνοντας την κουζίνα  όταν έπεσε πάνω στον αδερφό της.  

«Στέλλα, καλημέρα», είπε αυτός, «όμως, πες μου κάτι. Πού πήγε το μπάνιο; Το ψάχνω εδώ και ώρα και βρίσκομαι συνέχεια στο ίδιο σημείο, σ’ ένα δωμάτιο με έναν μεγάλο αργαλειό.»  

«Αργαλειό; Λες  να έκανε κανείς δώρο στους γονείς αργαλειό;», είπε η Στέλλα, αλλά δεν  ήταν αυτό που την ένοιαζε. Ανυπομονούσε να ξαναδεί τα δώρα της. «Πάμε στο σαλόνι; Θέλω να περάσω στο κομπιούτερ τα προγράμματα ζωγραφικής που μου χάρισαν οι γονείς.»  

«Α, ωραία, κι εγώ  θέλω να παίξω με τη νέα μου ηλεκτρική  κιθάρα!»
Όταν όμως οι ΣΤΕ μπήκαν στο σαλόνι -ή μάλλον εκεί που νόμιζαν ότι ήταν το σαλόνι- κατάλαβαν κάτι περίεργο… Μάλλον βρίσκονταν σε λάθος σπίτι. Αντί για το χριστουγεννιάτικο δέντρο τους, τα έπιπλά τους, τα δώρα τους και την τηλεόρασή τους, το σαλόνι ήταν διακοσμημένο παλιομοδίτικα και σε κάθε γωνιά του υπήρχαν κεριά. 

«Αυτό πάει πολύ! Πότε πρόλαβαν να ανακαινίσουν το σπίτι  οι γονείς; Πόσες ώρες κοιμόμασταν;»  ρώτησε ο Στέφανος. «Και πού είναι τα δώρα μας;»  

Οι ΣΤΕ όρμησαν  έξω απ’ το αλλαγμένο τους σπίτι  για να βρουν τους γονείς τους. Έξω  ακόμα και ο κήπος ήταν διαφορετικός με μια υπαίθρια τουαλέτα στη μέση του. Και μπροστά απ’ το δασάκι υπήρχαν πολλά κάρα με άλογα – και μερικοί άνθρωποι. Τα παιδιά αποφάσισαν να πλησιάσουν τους ξένους.   

«Χρόνια πολλά, καλή χρονιά!» τους είπαν αλλά οι άνθρωποι κοίταξαν τα αδέρφια με μισό μάτι. «Τι πάθατε; Γιατί μας κοιτάτε έτσι;»  

«Ε, να», απάντησε μια γυναίκα που φορούσε ένα  μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. «Είστε πολύ περίεργα ντυμένοι. Τι είναι αυτά τα υφάσματα; Αυτά τα χρώματα;»  

«Γιατί εσείς  είστε καλύτερα ντυμένοι;» αντέδρασε η Στέλλα. «Φοράτε κάτι πανιά λες και βγήκατε από ταινία του περασμένου αιώνα!»  

«Και ποιο είναι  το πρόβλημα;»  

«Μα, ότι μόλις  μπήκε το 2010 κυρία μου. Δε γίνεται  να…»
Όλοι οι άνθρωποι τώρα γελούσαν με τα αδέρφια. Γελούσαν δυνατά πιάνοντας τις κοιλιές τους. «Τι λέτε παιδιά μου; Σήμερα είναι η πρώτη μέρα του 1910! Μάλλον τα έχετε μπερδέψει…»  

«Αμάν, μάλλον ταξιδέψαμε κατά λάθος πίσω στο χρόνο», μουρμούρισε η Στέλλα καθώς γύριζαν προς το σπίτι τους, που -τώρα το έβλεπαν καθαρά- ήταν και από έξω τελείως διαφορετικό, όπως ήταν πριν από ακριβώς εκατό χρόνια!  

«Και πού είναι  οι γονείς;» ρώτησε ο Στέφανος.  

«Δεν έχουν  γεννηθεί ακόμα!»  

«Και τα δώρα μας;»  

«Δεν έχουν  εφευρεθεί ακόμα! Ούτε κομπιούτερ, ούτε ηλεκτρικές κιθάρες, ούτε τηλεοράσεις, ούτε τίποτα τέτοιο… Δεν ξέρω γιατί, αλλά βρεθήκαμε ακριβώς 100 χρόνια πριν στο ίδιο μέρος που ζούμε και κανονικά… Θέλεις να πάμε μια βόλτα να δούμε πώς ήταν τότε η ζωή;»  

Και τα δυο αδέρφια  χτύπησαν απαλά τα δάχτυλά τους και  έγιναν αόρατα, για να μπορούν να ταξιδέψουν σ’ όλη την περιοχή χωρίς να τους δει κανείς. Σηκώθηκαν στον αέρα κι άρχισαν να πετούν. Πέρασαν πάνω από μικρά, όμορφα χωριά, κοίταξαν απ’ τα παράθυρα παράξενων σπιτιών που φωτίζονταν μόνο με κεριά, πέταξαν δίπλα από πλατείες στις οποίες κόσμος πολύς γλεντούσε με μουσικές και χορούς την έλευση της νέας χρονιάς.   

Πήγαν κι εκεί που  ήταν σήμερα η πόλη. Εξερεύνησαν  όλη την περιοχή, κι έτσι αόρατοι  που ήταν μπήκαν σε σπίτια και είδαν  πώς ζούσαν οι άνθρωποι εκατό χρόνια πριν. Πολλά μέρη ήταν ίδια με σήμερα, άλλα όμως ήταν τελείως διαφορετικά. Το βουνό που το 2010 ήταν κατεστραμμένο απ’ τις φωτιές τότε ήταν καταπράσινο και εντυπωσιακό. Κάπου υπήρχε ένας μεγάλος καταρράκτης που τα παιδιά έβλεπαν για πρώτη φορά. Και το σημαντικότερο; Το Νησί των Χριστουγέννων (ένα μικρό νησί με ένα κάστρο πάνω του, στο οποίο οι ΣΤΕ έζησαν μεγάλες περιπέτειες) δεν υπήρχε καν.  

«Πριν από εκατό  χρόνια το Νησί των Χριστουγέννων  δεν ήταν εδώ; Τι περίεργο… Και  πού ήταν;» αναρωτήθηκε ο Στέφανος.   

«Αυτό θα το δούμε  όταν γυρίσουμε σπίτι… εεε… όχι απλώς σπίτι, αλλά και στην εποχή μας», είπε η αδερφή του και έτσι όπως ήταν ψηλά στον αέρα έκλεισε τα μάτια της. Μια πόρτα εμφανίστηκε πάνω σ’ ένα σύννεφο.   

«Τώρα θυμήθηκα!»  φώναξε ο Στέφανος. «Θυμήθηκα τι έγινε χτες το βράδυ! Αφού χορέψαμε και νυστάξαμε, ευχηθήκαμε να είχαμε μια χρονομηχανή, θυμάσαι; Και μετά…»  

Τα δυο παιδιά μιλούσαν για το θεότρελο χτεσινό  ρεβεγιόν καθώς περνούσαν την  πόρτα που ήταν πάνω στο σύννεφο. Και τώρα ήταν και πάλι στην εποχή  μας, στο 2010. Πέταξαν μέχρι το σπίτι τους και είδαν τους γονείς τους από ψηλά.   

«Ξέρεις τι σκέφτηκα;»  είπε ο Στέφανος στην αδερφή του. «Το  απόγευμα θα μπορούσαμε να ξαναμπούμε στη χρονομηχανή και να την  προγραμματίσουμε να μας πάει εκατό  χρόνια μετά! Στην Πρωτοχρονιά του 2110! Δεν θα είχε πλάκα αυτό;»  


Και έτσι έγινε, και είχε στ’ αλήθεια πολλή πλάκα! Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία που μάλλον θα την πούμε του χρόνου…

18.12.09