η φθινοπωρινή ιστορία των ΣΤΕ ειδικά για το μπλογκ και το εφημεριδάκι του Μεταίχμιου
Ήταν ένα φθινοπωρινό πρωινό και όλα τα παιδιά κόντευαν να κοιμηθούν απ’ τη βαρεμάρα τους. Το σχολείο είχε αρχίσει πριν από μια βδομάδα αλλά το μυαλό τους ταξίδευε στις καλοκαιρινές διακοπές που είχαν, δυστυχώς τελειώσει.
Στο σχολείο που πήγαινε η Στέλλα και ο αδερφός της ο Στέφανος όλοι περίμεναν το διάλειμμα με αγωνία, παρ’ όλο που το μάθημα είχε μόλις ξεκινήσει.
Ξαφνικά, ένας δυνατός κρότος ακούστηκε στην αυλή. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, έτρεξαν στα παράθυρα. Και τότε τον είδαν.
Ένας τεράστιος καταπράσινος δράκος γρύλιζε περπατώντας στην αυλή και σε κάθε του βήμα ένιωθες λες και γινόταν ένας μεγάλος σεισμός. Τα δόντια του ήταν μυτερά και μικρές φλόγες έβγαιναν κάθε τόσο απ’ το στόμα του.
«Μακριά απ’ τα παράθυρα» φώναξαν οι δάσκαλοι στα ενθουσιασμένα παιδιά. «Μπορεί να είναι επικίνδυνος και να…»
Κουνώντας την ουρά του, ο δράκος έσπασε όλα τα τζάμια και τα παιδιά, χωρίς τον αρχικό ενθουσιασμό τους, έτρεξαν να σωθούν.
Ο δράκος έβαλε το κεφάλι του μέσα στο σχολείο κι άρπαξε όποιο παιδί βρήκε μπροστά του, δηλαδή τον Αργύρη, ένα χαρούμενο αγόρι με κόκκινα μαλλιά.
«Πρέπει να τον βοηθήσουμε», είπε η Στέλλα και σηκώθηκε στον αέρα. Τα παιδιά γύρω της, που δεν ήξεραν ότι υπήρχαν δράκοι ούτε ότι η Στέλλα είχε μαγικές δυνάμεις έκαναν ένα δυνατό «ΑΑΑΑ!»
Ο αδερφός της την τράβηξε απ’ το μανίκι. «Δεν πρέπει να μάθει κανείς πως πετάμε!» της υπενθύμισε αλλά αυτή του είπε πως το είχε ήδη σκεφτεί.
«Όταν σώσουμε τον Αργύρη θα κάνω ένα ξόρκι κι όλοι θα ξεχάσουν όσα έγιναν. Να δώσω τώρα μαγικές δυνάμεις σε όλους για να κυνηγήσουμε το δράκο;»
Ένα λεπτό αργότερα, ένα σύννεφο από μικρούς μαθητές με φρέσκιες υπερδυνάμεις ήταν στον αέρα και καταδίωκε τον δράκο. Όταν τελείωσε η ατμόσφαιρα της γης όλα σκοτείνιασαν. Ήταν στο διάστημα. Ο δράκος προπορευόταν και πετούσε όλο και πιο γρήγορα - σε λίγο θα τον έχαναν απ’ τα μάτια τους. Ξαφνικά όμως έκοψε ταχύτητα, έστριψε αριστερά, και προσγειώθηκε σ’ έναν μεγάλο πορτοκαλί πλανήτη. Ήταν ο πλανήτης των δράκων.
«Παιδιά, να οργανωθούμε», φώναξε η Στέλλα. «Έχετε όλοι μαγικές δυνάμεις πρέπει να τις χρησιμοποιήσετε. Δεν θέλουμε να βλάψουμε το δράκο, θέλουμε όμως να του δείξουμε πως δεν πρέπει να τα ξαναβάλει με το σχολείο μας.»
«Και να σώσουμε τον Αργύρη ε; Μην τον ξεχάσουμε», είπε ο Στέφανος καθώς όλοι προσγειώνονταν απαλά στην επιφάνεια του πορτοκαλί πλανήτη. Στο κέντρο του υπήρχε μια γιγάντια λακούβα (μεγάλη όσο είκοσι γήπεδα ποδοσφαίρου) και καθώς τα παιδιά πλησίασαν διαπίστωσαν πως ο δράκος που είχε απαγάγει τον Αργύρη δε ζούσε μόνος του εκεί…
Εκατοντάδες δράκοι έβγαζαν φλόγες απ’ τα στόματά τους, χαρούμενοι που θα έτρωγαν ένα παιδί απ’ τη γη και μάλιστα ένα κοκκινομάλλικο παιδί – πίστευαν πως θα είχε πικάντικη γεύση.
Όμως τα παιδιά του σχολείου, πετώντας πάνω απ’ τη λακούβα, ξάφνιασαν τους δράκους. Με τις φλόγες τους αυτοί προσπάθησαν να διώξουν τους γήινους μακριά, μετά όμως το ξανασκέφτηκαν και αποφάσισαν πως αντί να τους διώξουν θα ήταν καλύτερο να τους φέρουν κοντά, για να τους φάνε κι αυτούς.
Τα παιδιά δοκίμασαν τις μαγικές τους δυνάμεις – ταυτόχρονα. Κάθε μαθητής έκανε κι από ένα διαφορετικό κόλπο. Κάποιοι έστελναν λέιζερ, άλλοι φωτιές, άλλοι φυσούσαν παγωμένο αέρα που έσβηνε τις φλόγες των δράκων. Μερικοί γίνονταν αόρατοι και πλησίαζαν τους εχθρούς για να τους τσιμπήσουν, άλλοι μετέφεραν τηλεπαθητικές καταθλιπτικές σκέψεις στα μυαλά των γιγάντιων ζώων. Κάποιοι στριφογύριζαν γρήγορα γύρω απ’ τον εαυτό τους προκαλώντας ανεμοστρόβιλους, άλλοι τσίριζαν δυνατά σπάζοντας τύμπανα και ηθικό, μερικοί έφτυναν προς τα κάτω και το σάλιο τους γινόταν μικροσκοπικές ασημένιες βόμβες.
Η Στέλλα και ο Στέφανος δεν έκαναν τίποτα, μόνο απολάμβαναν τη μεγάλη μάχη. «Πλάκα δεν έχει που μπορούμε να χαλαρώσουμε κι εμείς για μια φορά;» είπε ο Στέφανος κι αδερφή του συμφώνησε:
«Τα πράγματα πήγαν καλύτερα κι απ’ ό,τι περίμενα!»
«Δηλαδή;»
«Ε, να, βαριόμουν τόσο πολύ στο σχολείο σήμερα που αποφάσισα να στήσω αυτή την μικροπεριπέτεια», είπε πονηρά η Στέλλα. «Τίποτα απ’ αυτά δεν είναι αληθινό, είναι μια μαζική παραίσθηση που προκάλεσα σε όλους μας, για να περάσει η ώρα πιο γρήγορα.»
«Είσαι απίστευτη», είπε ο Στέφανος μη ξέροντας αν έπρεπε να γελάσει ή να τσατιστεί. Στην μεγάλη λακούβα (που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καν) οι δράκοι είχαν μαζευτεί σε μια γωνιά και κλαψούριζαν. Οι μαθητές ελευθέρωσαν τον Αργύρη και τον πήραν μαζί τους στον αέρα. Κι έπειτα, αφού έκαναν μια μικρή βόλτα στο σύμπαν -όσο μικρή μπορεί να είναι μια βόλτα στο σύμπαν!- κατέληξαν και πάλι στο σχολείο και στις τάξεις τους.
Η Στέλλα μουρμούρισε ένα ξόρκι, όλοι ξέχασαν τα πάντα, και πριν περάσουν πέντε λεπτά το κουδούνι χτύπησε. Χωρίς κανείς να το περιμένει, το σχολείο είχε τελειώσει για σήμερα…
*Η Παράξενη Χρονομηχανή, το νέο βιβλίο με ήρωες τους ΣΤΕ κυκλοφορεί τώρα!