29.10.09

Μικρή Φθινοπωρινή Ιστορία

img399
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΘΡΑΝΙΑ
(Εκτός σειράς, γραμμένο ειδικά για το μπλογκ των ΣΤΕ)




«Στέφανεεε… Πού είσαι; Θα αργήσουμε στην πρώτη μέρα του σχολείου.» Η Στέλλα είχε ψάξει σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού. Και φυσικά είχε ψάξει και στη σοφίτα, το δωμάτιο του μικρότερού της αδερφού. Αυτός όμως δεν ήταν πουθενά…


Οι ΣΤΕ είχαν περάσει ένα τέλειο καλοκαίρι, γεμάτο μαγικές περιπέτειες, ταξίδια με την αόρατη χρονομηχανή τους και φυσικά πολλά μπάνια στις θάλασσες του πλανήτη (αλλά και μερικών άλλων, πιο παράξενων πλανητών). Τώρα όμως έπρεπε να γυρίσουν στα θρανία και το ότι ο Στέφανος είχε εξαφανιστεί δε βοηθούσε καθόλου.


«Πού θα μπορούσε να είχε πάει;» αναρωτήθηκε η Στέλλα και σκέφτηκε όλα τα μέρη που άρεσαν στον αδερφό της. Αυτό που του άρεσε πιο πολύ ήταν η Χώρα των Μαγικών Ονείρων. Η Στέλλα κοίταξε το ρολόι της. Το κουδούνι του σχολείου θα χτυπούσε σύντομα. Δεν έπρεπε να χάσει λεπτό.


Άνοιξε το παράθυρο της σοφίτας, χτύπησε τα δάχτυλά της και πέταξε έξω, ψηλά στον αέρα. Αμέσως μεταμόρφωσε το μέρος κάτω της. Ο κήπος του σπιτιού τους τώρα ήταν γεμάτος με πανύψηλα, πολύχρωμα λουλούδια. Στο λιβάδι υπήρχε ένα ιπτάμενο, διαστημικό λούνα-παρκ. Ο μύλος γυρνούσε ξανά και έβγαζε ασημένια κομφετί και γλυκίσματα. Το δάσος ήταν και πάλι γεμάτο κρυμμένους θησαυρούς. Η θάλασσα είχε γίνει ολόχρυση και ήταν γεμάτη μικρά δελφίνια.


«Μου είχε λείψει η Χώρα των Μαγικών Ονείρων», μονολόγησε η Στέλλα και πέταξε πάνω απ’ τα καταπράσινα δέντρα. Προσγειώθηκε απαλά πάνω στο μαγικό τραμπολίνο. Εκεί δίπλα ήταν ο παντογνώστης παπαγάλος. «Γεια σου παπαγάλε», τον χαιρέτησε το κορίτσι, «μήπως πέρασε ο αδερφός μου από δω;»


«Πέρασε ναι», μουρμούρισε αυτός καθώς προσπαθούσε να παίξει μουσική ραμφίζοντας μια μεγάλη, χρυσή άρπα. «Δεν έμεινε πολύ όμως.»


«Μήπως είδες πού πήγε;»


«Στο Νησί των Χριστουγέννων


Η Στέλλα τον ευχαρίστησε και ξανασηκώθηκε στον αέρα. Σα βολίδα έσκισε τον ουρανό και πέταξε πάνω απ’ τη θάλασσα. Σε λίγα δευτερόλεπτα είχε φτάσει πάνω απ’ το Νησί των Χριστουγέννων. Στο κέντρο του υπήρχε ένα μεγάλο κάστρο, στους διαδρόμους του οποίου οι ΣΤΕ είχαν ζήσει μια μεγάλη περιπέτεια, μπαίνοντας κυριολεκτικά μέσα σε πίνακες ζωγραφικής.


«Ωχ», αναστέναξε η Στέλλα καθώς προσγειωνόταν μπροστά στην είσοδο του κάστρου. «Υπάρχουν πάνω από εκατό πίνακες εκεί μέσα. Θα μου πάρει ώρες να τον βρω.» Ευτυχώς όμως μέσα στο κάστρο συνάντησε τη μικρή ιδιοκτήτρια της πινακοθήκης (και του κάστρου) την Έλενα. Αυτή είχε δει τον Στέφανο πριν λίγη ώρα.


«Ναι», είπε στη Στέλλα. «Ο αδερφός σου μουρμούριζε κάτι για το σχολείο κι έτρεξε να μπει μέσα σ’ αυτόν τον πίνακα.»


Η Έλενα έδειξε στη Στέλλα μια μεγάλη πόρτα. Πάνω της ήταν μια χρυσή κορνίζα κι ο πίνακας έδειχνε ψηλούς ουρανοξύστες. Η Στέλλα ήξερε το όνομά του και το φώναξε δυνατά: «Νύχτα στη Νέα Υόρκη!»


Αμέσως η μεγάλη πόρτα άνοιξε και το κορίτσι μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν τώρα μέσα στον πίνακα! Οι πανύψηλοι ουρανοξύστες ήταν ολόφωτοι. «Σίγουρα θα πήγε στον πιο ψηλό και τον πιο εντυπωσιακό», σκέφτηκε η Στέλλα και πέταξε προς την κορυφή του. Στην ταράτσα του ουρανοξύστη δεν είδε κανέναν. Θαύμασε για λίγο τη θέα. Η Νέα Υόρκη απλώνονταν κάτω της μαγευτική: τα πάρκα, η θάλασσα, τα κτίρια…


«Ψάχνεις κάποιον μικρή μου;» Μια ηλικιωμένη κυρία την είχε πλησιάσει.


«Ναι μήπως είδατε ένα αγοράκι που κάπως μου μοιάζει;»


«Βέβαια! Μου έλεγε κάτι χαζομάρες, ότι όλα αυτά δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα κι ότι είμαστε μέσα σε έναν πίνακα. Τι σαχλαμάρες! Όλοι ξέρουν πως η Νέα Υόρκη υπάρχει στ’ αλήθεια…»


«Μήπως ξέρετε πού είναι τώρα;»


Η ηλικιωμένη έξυσε το κεφάλι της. «Κάτι είπε για ένα Χρυσό Βουνό νομίζω…»


Η Στέλλα την ευχαρίστησε και πήδηξε απ’ την κορυφή του ουρανοξύστη (κοψοχολιάζοντας τη γυναίκα που δεν ήξερε πως υπάρχουν παιδιά που μπορούν να πετούν!). Βγήκε απ’ το μαγικό δωμάτιο της πινακοθήκης, αποχαιρέτισε την Έλενα και πέταξε μακριά απ’ το Νησί των Χριστουγέννων. Έβαλε τη μεγαλύτερή της ταχύτητα και σε μισό λεπτό βρισκόταν στους πρόποδες του Χρυσού Βουνού.


Είχε καιρό να το επισκεφτεί. Από τότε που με τον αδερφό της είχαν ξεσκεπάσει κάποιους κακούς που ήθελαν να το καταστρέψουν και να σκοτώσουν όλες τις αρκούδες που ζούσαν στην κορυφή του. Τώρα το βουνό είχε και πάλι πανέμορφα δέντρα, πανέμορφα και οι πηγές του είχαν και πάλι νερό. Πέταξε πάνω απ’ την καλλιτεχνική κατασκήνωση και ενεργοποίησε την σούπερ ακοή της. Αν ο Στέφανος ήταν κάπου εκεί κοντά, σίγουρα θα τον άκουγε.


«Μην ανησυχείτε. Παρ’ όλο που τώρα θα έχω σχολείο κάθε μέρα εγώ δεν θα σας ξεχάσω, θα έρχομαι όσο πιο συχνά μπορώ!» Η Στέλλα είχα ακούσει καθαρά τον αδερφό της να λέει αυτά τα λόγια. Πέταξε προς την πηγή του ήχου. Κι όταν έφτασε είδε τον Στέφανο να παίζει στο χορτάρι με πέντε έξι μικρά αρκουδάκια.


Όλοι τρόμαξαν όταν είδαν τη Στέλλα αποπάνω τους. Τα αρκουδάκια ανοιγόκλεισαν τα μάτια τους γρήγορα και πολλές φορές και κρύφτηκαν πίσω από κάτι θάμνους.


«Δεν ήθελα να σας τρομάξω» είπε λαχανιασμένο το κορίτσι, «αλλά Στέφανε, ξέρεις ότι έχουμε σχολείο σήμερα;»


«Φυσικά και το ξέρω. Και γι’ αυτό πήγα μια βόλτα σε ωραία μέρη, την τελευταία βόλτα του καλοκαιριού.»


«Ναι, όμως ξέρεις τι ώρα πήγε;»


Το αγόρι κοίταξε το ρολόι του και απάντησε τελείως φυσικά. «8.20 το πρωί».


«Ακριβώς!» φώναξε η Στέλλα. «Το κουδούνι μόλις θα χτύπησε στην πόλη, στο σχολείο.»


«Ααα, γι’ αυτό είσαι τόσο ταραγμένη ε;» γέλασε ο Στέφανος. «Δε θυμάσαι ότι το σχολείο μας αρχίζει μια ώρα πιο αργά κάθε πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς; Δε χρειαζόταν να με ψάξεις, θα γυρνούσα μόνος μου κατά τις εννιά.»


«Α», είπε ενοχλημένη η Στέλλα. «Τζάμπα το τρέξιμο κι η αγωνία μου δηλαδή.»


«Γιατί τζάμπα; Έχουμε λίγη ώρα ακόμα. Δεν θες να παίξουμε μαζί στο Χρυσό Βουνό;»


Κι έτσι οι ΣΤΕ χάρηκαν μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτό τους πριν αρχίσει το σχολείο. Μιας και ήταν όμως χαρούμενα και αισιόδοξα παιδιά, πρέπει να πούμε ότι, ευτυχώς, χάρηκαν και το κάθε δευτερόλεπτο και αφότου άρχισε το σχολείο τους…


img399