11.11.08
οι πρώτες σελίδες του Χρυσού Βουνού
(εικόνα: Μάρω Αλεξάνδρου)
Δύο μυστηριώδεις φάκελοι
Ο ήχος των πλήκτρων μιας γραφομηχανής ήταν ο μοναδικός θόρυβος που ακουγόταν σ’ όλη την περιοχή. Στην κορυφή του βουνού, η βραδινή παγωνιά είχε τυλίξει τα ψηλά δέντρα. Όμως όλα ήταν ήσυχα. Υπερβολικά ήσυχα… Εκτός βέβαια από το ‘τακ, τακ, τακ’ της γραφομηχανής, που ακουγόταν μέσα από ένα μικρό, σκοτεινό κτίριο.
Δέκα δάχτυλα χτυπούσαν μανιασμένα τα πλήκτρα της, λες και ο χρόνος τελείωνε, λες και έπρεπε να προλάβουν την καταστροφή. Ή, λες κι έπρεπε να προξενήσουν μια ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή.
Η πρώτη σελίδα ήταν έτοιμη και τα δάχτυλα τράβηξαν βίαια το χαρτί απ’ τη γραφομηχανή. Πήραν ένα στυλό και με μεγάλη μαεστρία πλαστογράφησαν μια ξενική υπογραφή. Μετά έβαλαν μία άλλη σελίδα στη γραφομηχανή και ακολούθησαν την ίδια διαδικασία. Αφού δίπλωσαν προσεκτικά τα φύλλα έψαξαν τριγύρω για φακέλους. Τοποθέτησαν το κάθε φύλλο σε ξεχωριστό φάκελο και τα δάχτυλα του δεξιού χεριού, αλλάζοντας το γραφικό χαρακτήρα τους, έγραψαν στον πρώτο φάκελο μια διεύθυνση. Μετά, τα δάχτυλα του αριστερού χεριού, έγραψαν τα απαραίτητα στοιχεία στο δεύτερο φάκελο.
Ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος, σαν να έσπαζαν χίλια τζάμια μαζί.
«Ωχ, όχι», ψιθύρισε, κι έτρεξε στο παράθυρο. Τραβώντας την κουρτίνα αποκάλυψε μια αρκούδα, μια τεράστια αρκούδα, που μόρφαζε από πόνο. Με το τεράστιο μπροστινό της πόδι είχε σπάσει το τζάμι, αγνοώντας τις φωνές τρόμου μέσα απ’ το κτίριο. Κατεδάφισε σχεδόν το παράθυρο, βρυχήθηκε μεγαλοπρεπώς και όρμηξε μέσα…
Η αρκούδα στριφογύρισε το τραπέζι τσακίζοντας τα πάντα γύρω της. Τα δάχτυλα που λέγαμε πριν ψαχούλεψαν τρομαγμένα την κλειδαρότρυπα της πίσω πόρτας κι έχωσαν ταραγμένα το κλειδί. Πρόλαβαν να ανοίξουν την πόρτα λίγα δευτερόλεπτα πριν εφορμήσει η αρκούδα και ξεχύθηκαν στο δάσος, μαζί με το υπόλοιπο, τραυματισμένο σώμα.
Έπρεπε να ειδοποιήσουν κάποιον. Έπρεπε να βρουν φάρμακα. Αλλά κυρίως, έπρεπε -ΕΠΡΕΠΕ!- να στείλουν αυτά τα δύο γράμματα, πριν να είναι πολύ αργά…
Το επόμενο πρωί οι δύο φάκελοι ρίχτηκαν σ’ ένα μικρό, κίτρινο, ταχυδρομικό κουτί. Κατρακύλησαν στον πάτο του κάνοντας ένα απαλό ‘φσσστ’. Προσγειώθηκαν απαλά πάνω σε κάρτες με χαιρετίσματα από μέρη εξωτικά, σε επιστολές ανεκπλήρωτου έρωτα, σε γράμματα ξενιτεμένων που έγραφαν στην οικογένειά τους… Εντάξει, ας μην τα παραλέμε: σχεδόν όλοι οι φάκελοι ήταν λογαριασμοί τοπικών εταιριών. Ή τιμολόγια ή αποδείξεις ή κατασχέσεις περιουσίας, για να μην αναφέρουμε καν τα απειλητικά μηνύματα που ήταν φτιαγμένα με γράμματα κομμένα από εφημερίδες…
Οι δύο φάκελοι έμειναν αρκετές μέρες εκεί. Σπάνια περνούσε ο ταχυδρόμος από κείνο το βουνό, κι ακόμη κι όταν περνούσε σπάνια θυμόταν να κοιτάξει το κουτί. Τα γράμματα περίμεναν υπομονετικά…
Μια μέρα το κουτί άνοιξε και δυο χοντρά χέρια τα άρπαξαν μαζί με τους υπόλοιπους λογαριασμούς. Ο ταχυδρόμος τα έριξε στην τσάντα του και τα κατέβασε στην πόλη.
Σταμάτησε έξω απ’ το ταχυδρομείο κι έβγαλε απ’ το σακίδιό του καμιά εκατοστή φακέλους. Οι δικοί μας φάκελοι ξεγλίστρησαν την τελευταία στιγμή κι έπεσαν κάτω στο πεζοδρόμιο. Ο ταχυδρόμος, χωρίς να έχει προσέξει την απουσία τους, πέρασε από πάνω τους πατώντας τους και έφυγε.
Πολλοί άνθρωποι τους είδαν, αλλά βαρέθηκαν να σκύψουν. Άλλοι τους κλώτσησαν, άλλοι πήδηξαν από πάνω τους για να μην τους πατήσουν. Μέχρι που ένα παιδάκι τους είδε και σκούντηξε τη μαμά του.
«Άσε με χρυσό μου», είπε αυτή, «πρέπει να προλάβουμε τον οδοντογιατρό». Το αγόρι όμως άφησε το χέρι της μαμάς του, μάζεψε τα δύο γράμματα και βιαστικά τα έριξε κάτω απ’ την πόρτα του ταχυδρομείου. (Και τι δε θα 'δινε για να γλιτώσει τον οδοντογιατρό!)
Το επόμενο πρωί η υπάλληλος του ταχυδρομείου βλαστήμησε όταν ανοίγοντας το ταχυδρομείο είδε τα γράμματα. «Και το κουτί τι το έχουμε έξω απ’ το ταχυδρομείο;», μονολόγησε. Οι φάκελοι παράπεσαν αρκετές φορές εκείνη την ημέρα μέχρι να κατορθώσουν να κερδίσουν την προσοχή της υπαλλήλου. Αυτή, έλεγξε τα γραμματόσημα, διάβασε τις διευθύνσεις, άνοιξε βιβλία με ταχυδρομικούς κώδικες κι αφού έβγαλε κάποια άκρη, αναστέναξε ικανοποιημένη.
Το ίδιο απόγευμα τα δύο γράμματα μπήκαν σ’ ένα κουτί, ταξίδεψαν με τρελές ταχύτητες στο πορτ-μπαγκάζ ενός μικρού φορτηγού και έφτασαν, καθυστερημένα στο αεροδρόμιο. Στο τσακ πρόλαβε ο μεταφορέας να τα φορτώσει στο αεροπλάνο, όπου και έζησαν μια απίθανα διασκεδαστική πτήση.
Όταν έφτασαν στον προορισμό τους ξαναμεταφέρθηκαν στο ταχυδρομείο, ένα πολύ μεγαλύτερο κτίριο αυτή τη φορά. Ξεδιαλέχτηκαν, μπήκαν σ’ ένα κιβώτιο, βγήκαν, μπήκαν σε μια τσάντα, ανέβηκαν πάνω σε ένα μεγάλο κόκκινο ποδήλατο και περίμεναν, για άλλη μια φορά, υπομονετικά τη σειρά τους…
(η συνέχεια στο Χρυσό Βουνό)
.
.