1.10.08

Ένα παραμύθι με τον Μανώλη και τον Κυριάκο.

img533

[Πριν το παραμύθι, λίγα λόγια για την πραγματική ζωή: Ο Μανώλης και ο Κυριάκος είναι δυο μικρά αρκουδάκια που χωρίστηκαν από τη μητέρα τους -κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι έγινε και πώς- και ζούσαν στην αυλή ενός γεωργού. Μιας και τα δυο αδέρφια θα χρειάζονταν ανθρώπινη φροντίδα για όλη τους τη ζωή τη φροντίδα τους ανέλαβε ο Αρκτούρος, μια περιβαλλοντική οργάνωση που εκτός από ελεύθερα άγρια ζώα φροντίζει και πρώην αιχμάλωτα (πρώην αρκούδες χορεύτριες ή αρκούδες που σώθηκαν από φλεγόμενους ζωολογικούς κήπους του εμπόλεμου Βελιγραδίου, γενικά ζώα βασανισμένα).

Ο Μανώλης και ο Κυριάκος ήταν τεσσάρων μηνών όταν, το 2004, μπήκαν στον Κτηνιατρικό Σταθμό της οργάνωσης. Δύο περίπου χρόνια μετά κι ενώ και οι δυο τους ήταν πια απόλυτα υγιείς, μεταφέρθηκαν στο Καταφύγιο της Καφέ Αρκούδας, ένα μέρος που έφτιαξε ο Αρκτούρος στο χωριό Νυμφαίο της Φλώρινας και που ήδη ζούσαν άλλες 13 αρκούδες. Από τότε ζουν ήσυχα στα 50 στρέμματα του Καταφυγίου (φυσικό δάσος οξιάς, ενώ και η ευρύτερη περιοχή αποτελεί τυπικό βιότοπο της αρκούδας). Τα δυο αδέρφια, ο Μανώλης και ο Κυριάκος τράβηξαν αμέσως την προσοχή των επισκεπτών και απ' ό,τι φαίνεται καταχάρηκαν με αυτή την προσοχή...

img534
(λίγων μηνών, τα δυο αδέρφια παίζουν με ένα σκύλο)

Στο παραμύθι που έγραψα (και ενσωμάτωσα στο βιβλίο "Το Χρυσό Βουνό") χρησιμοποίησα τα αληθινά ονόματα, και τους χαρακτήρες, όλων των αρκούδων του Καταφυγίου. Η ιδέα μου ήρθε όταν έμαθα πως πολλές φορές οι μικρότερες αρκούδες πέφτουν σε χειμέριο ύπνο λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ενώ οι μεγαλύτερες κρατιούνται μέχρι και τον Ιανουάριο. Τι αδικία, σκέφτηκα, και φαντάστηκα την παρακάτω μικρή ιστορία...

-----------------------------------------------------------
Τα φετινά Χριστούγεννα
του Μανώλη και του Κυριάκου.

Το χιόνι έπεφτε απ' το πρωί στο καταφύγιο της καφέ αρκούδας του Αρκτούρου στο Νυμφαίο. Όλες οι αρκούδες ετοιμάζονταν για τις γιορτές, φτιάχνοντας χριστουγεννιάτικα στολίδια και λαχταριστά εδέσματα με μέλι και φρούτα. Όλες εκτός από δύο: ο Μανώλης κι ο σκανταλιάρης αδερφός του Κυριάκος παραμόνευαν πίσω απ' τα δέντρα, κατασκοπεύοντας τους μεγάλους και καταστρώνοντας σχέδια για να καταστρέψουν τη διακόσμηση και να αναστατώσουν τους πάντες και τα πάντα.

«Αφού λένε ότι είμαστε ακόμα πολύ μικροί για να μείνουμε ξύπνιοι στις γιορτές», έλεγε ο Κυριάκος, «δεν πρέπει ούτε αυτοί να χαρούν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά!» Ήταν αλήθεια: ενώ όλες οι μεγαλύτερες αρκούδες έμεναν ξύπνιες μέχρι και μετά τις γιορτές και διασκέδαζαν με την ψυχή τους, τα δύο αδέρφια έπρεπε να πέσουν στον χειμέριο ύπνο τους από νωρίς. Όταν ξυπνούσαν (μήνες μετά!) όλα είχαν τελειώσει και με ζήλια άκουγαν φοβερές διηγήσεις για τα χριστουγεννιάτικα δώρα, τον Αϊ-Βασίλη και τα ξέφρενα πάρτι.

«Δεν τους συμπαθώ καθόλου τους μεγάλους» είπε ο Μανώλης, καθώς σκεφτόταν τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να χαλάσει τις γιορτές τους. «Απορώ γιατί τους φροντίζει ο Αρκτούρος, αφού όλοι όσοι μας επισκέπτονται έρχονται για μας! Βλέπω όλα τα παιδάκια - κανένα δε νοιάζεται για τον γερο-Αντρέα ή την τρελο-Βέσνα: όλοι εμάς τους δυο κοιτούν, εμάς βγάζουν φωτογραφίες». «Κι εμείς κάνουμε τα καλύτερα κόλπα απ' όλους!» συμπλήρωσε ο αδερφός του.

Κι αυτό, σε ένα βαθμό, ήταν αλήθεια. Πριν περάσει πολύ ώρα ένα σωρό παιδιά που έπαιζαν χιονοπόλεμο στα όμορφα βουνά, σταμάτησαν κοντά στις αρκούδες κι άρχισαν να τις περιεργάζονται.

Ο Μανώλης κι ο Κυριάκος έσπρωξαν τις άλλες αρκούδες και σκαρφάλωσαν στα δέντρα προκαλώντας τα γέλιο και το θαυμασμό των μικρών τους φίλων. Οι μεγαλύτερες αρκούδες το είχαν συνηθίσει: τα δυο αδέρφια νοιάζονταν μόνο για τους εαυτούς τους και προσπαθούσαν να κάνουν συνέχεια επίδειξη.

Μια μικρή επισκέπτρια, ένα κοριτσάκι με όμορφα μακριά μαλλιά έβλεπε τη συμπεριφορά του Μανώλη και του Κυριάκου και δεν γελούσε καθόλου.

«Δες αυτούς τους φιγουρατζήδες!» σκέφτηκε. «Όλο πειράζουν τις άλλες αρκούδες! Να, η Βέσνα πίνει νερό κι αυτοί τη ρίχνουν στη λιμνούλα για να γελάσουν οι επισκέπτες. Πρέπει κάποιος να τους δώσει ένα μάθημα - να καταλάβουν ότι το κέντρο του κόσμου δεν είναι αυτοί και τα καμώματά τους». Και το κορίτσι, κλείνοντας τα μάτια του, έκανε μιαν ευχή και έφυγε.

Το επόμενο πρωί ο Μανώλης κι ο Κυριάκος ξύπνησαν κι έτρεξαν προς τους επισκέπτες του Νυμφαίου κι άρχισαν να κάνουν τις τρέλες τους. Προς μεγάλη τους έκπληξη, κανείς δε γύρισε να τους κοιτάξει.

«Μα τι γίνεται;» αναρωτήθηκαν.«Γιατί κανείς δε μας δίνει σημασία σήμερα;» Έβαλαν τα δυνατά τους, σκαρφάλωσαν, πλατσούρισαν, στο τέλος έβαλαν τις φωνές. Τίποτα. Ούτε ένα παιδάκι δεν τους έβγαλε φωτογραφία, κανείς δεν φώναξε τα ονόματά τους.

Και τότε κατάλαβαν. Είχαν γίνει αόρατοι και κανείς δε μπορούσε να τους δει - ήταν σαν να μην υπήρχαν! Και φυσικά έγιναν έξαλλοι.

«Τώρα τι θα κάνουμε;» είπε ο Μανώλης.«Δεν έχει νόημα να κάνουμε τίποτα αφού δε μας βλέπουν οι άλλοι», αποκρίθηκε ο αδερφός του.«Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να καθίσουμε στην άκρη και να βλέπουμε τους μεγάλους να κάνουν τις βαρετές τους ετοιμασίες για το χαζό χριστουγεννιάτικο γλέντι τους.» Και αυτό έκαναν...

Στην αρχή ήταν πραγματικά πολύ βαρετά. Μετά από λίγες μέρες όμως κάτι άρχισε να αλλάζει. Τώρα που δεν νοιάζονταν μόνο για τον εαυτό τους, άρχισαν να προσέχουν ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα...

Ας πούμε, ο Γιωργάκης έλεγε πολύ αστεία ανέκδοτα - κι αυτοί δεν του είχαν μιλήσει ποτέ! Η Μπάρμπαρα ήταν πολύ προστατευτική∙ νοιαζόταν και βοηθούσε τους άλλους περισσότερο απ' ότι νοιαζόταν για τον εαυτό της. Η Βέσνα ήταν πολύ μελαγχολική αλλά πάντα φρόντιζε να έχουν φαί όλοι. Ο γερο-Αντρέας έδινε σε όλους τις καλύτερες συμβουλές και με τη σοφία του έλυνε αμέσως όλα τα προβλήματα. Κι η Κατερίνα ήταν η καλύτερη παρέα∙ μιλούσε πολύ βέβαια αλλά ποτέ δεν σε έκανε να βαρεθείς.

Ο Μανώλης κι ο Κυριάκος άργησαν αλλά το κατάλαβαν: όλες οι αρκούδες ήταν αξιαγάπητες - κι αυτοί ποτέ δεν τους είχαν δώσει την παραμικρή ευκαιρία! Έτρεξαν κοντά τους, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τους δει.

«Τι ατυχία!», μουρμούρισε ο Κυριάκος. «Μακάρι να μπορούσαμε να παίξουμε με τους άλλους. Πάντα τους αποφεύγαμε αλλά τώρα πολύ θα θελα να 'μαι μαζί τους...» «Δίκιο έχεις», αποκρίθηκε ο αδερφός του. «Ήμασταν τόσο απασχολημένοι με τους εαυτούς μας, που ποτέ δεν προσέξαμε τι καλούς γείτονες είχαμε!»

Και τότε είδαν από μακριά ένα κοριτσάκι με μακριά μαλλιά να τους κοιτάζει χαμογελώντας. Μόνο αυτή μπορούσε να τους δει και μόνο αυτή ήξερε ότι πραγματικά είχαν αλλάξει μυαλά. Κοίταξε μια τα αδέρφια και μια τις μεγαλύτερες αρκούδες που ανήσυχες έψαχναν πάνω σε κάθε δέντρο και πίσω από κάθε κρυψώνα του Καταφυγίου για να βρουν τα αόρατα αρκουδάκια.

Το κορίτσι έκλεισε τα μάτια του, τα ξανάνοιξε και έφυγε χαμογελώντας...

Εκείνη τη στιγμή ο Μανώλης κι ο Κυριάκος εμφανίστηκαν και πάλι! «Να τοι! Εκεί είναι!» φώναξαν ο Γιώργος και η Μπάρμπαρα. Όλοι οι μεγάλοι έτρεξαν κι αγκάλιασαν τα δυο μικρά, χαρούμενοι που τα έβλεπαν και πάλι. Τα δυο αδέρφια ήταν πραγματικά ευτυχισμένα.

«Θέλουμε να σας βοηθήσουμε στη γιορτή! Κι ας μην την χαρούμε εμείς» φώναξε ο Κυριάκος. «Ναι!» φώναξε κι ο Μανώλης. «Πριν μας βάλετε για το χειμέριο ύπνο μας θα βγάλουμε όλες τις παγίδες που είχαμε ετοιμάσει και θα κουβαλήσουμε ό,τι χρειαστεί για να φτιάξετε την πιο διασκεδαστική γιορτή όλων των εποχών».

Ο γερο-Αντρέας κοίταξε τα δυο μικρά. «Μα καλά, τι έπαθαν αυτά;», αναρωτήθηκε. «Είναι η πρώτη φορά που δε νοιάζονται μόνο για τους εαυτούς τους. Μήπως τους βοήθησε το πνεύμα των Χριστουγέννων;...»

«Λοιπόν ακούστε όλοι!» φώναξε τελικά ο Αντρέας. «Νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε, πως οι μικροί μας φίλοι δεν είναι ούτε φέρονται πια σαν μωρά. Είναι μεγάλα παιδιά πια - και προτείνω από φέτος, να μένουν ξύπνιοι στις γιορτές όπως όλοι μας και να διασκεδάζουν κάθε χρόνο μαζί με τους μεγάλους. Συμφωνείτε;»

Όλες οι αρκούδες συμφώνησαν με μια φωνή. Τα δυο αδελφάκια τα έχασαν. «Ευχαριστούμε», ψέλλισαν χαρούμενα κι έτρεξαν να βοηθήσουν στις προετοιμασίες της γιορτής...

Κι έτσι, αυτά τα Χριστούγεννα, για πρώτη φορά στη ζωή τους ο Μανώλης κι ο Κυριάκος δεν θα χάσουν το γλέντι κι ούτε θα κοιμούνται του καλού καιρού στις φωλιές τους. Φέτος θα είναι ξύπνιοι μαζί με όλους: θα παίζουν στα δέντρα με τον Μίσα, θα λένε ανέκδοτα με τον Γιωργάκη, θα μαθαίνουν απ' τα σοφά λόγια του Αντρέα, θα βοηθούν τη Βέσνα στις δουλειές, θα παίζουν χιονοπόλεμο με την Κατερίνα.

Κι όταν γίνει η μεγάλη χριστουγεννιάτικη γιορτή των αρκούδων του καταφυγίου, τα δυο αδέρφια θα είναι εκεί - και για πρώτη φορά θα νιώσουν τι σημαίνει Χριστούγεννα...

-----------------------------------------------