25.10.08

Τα Κόμικς της Στέλλας και του Στέφανου

img400

Ένα βράδυ, χωρίς κανένας να το περιμένει και όταν όλοι κοιμόντουσαν του καλού καιρού στα κρεβάτια τους, το χιόνι άρχισε να πέφτει σαν τρελό. Είναι αλήθεια βέβαια πως ήμασταν στην καρδιά του χειμώνα, αλλά όλοι οι μετεωρολόγοι είχαν πει πως το μόνο χιόνι που θα βλέπαμε φέτος θα ήταν αυτό της τηλεόρασης.

Η Στέλλα και ο Στέφανος ξύπνησαν αμέσως! Είχαν ενεργοποιήσει ένα μαγικό ξυπνητήρι που θα τους ειδοποιήσει όταν θα έπεφτε το πρώτο χιόνι του χειμώνα, όποτε και αν συνέβαινε αυτό.
«Χιονίζει!» φώναξαν ταυτόχρονα και κουτρουβάλησαν τις σκάλες βγαίνοντας έξω. Μουρμούρισαν ένα ξόρκι και αμέσως οι πιτζάμες τους αντικαταστάθηκαν από ζεστά μάλλινα ρούχα.

Έπαιζαν με το χιόνι μέσα στη μαύρη νύχτα όταν από τον ουρανό έπεσε και κάτι άλλο. Κάτι πολύ περίεργο…

«Δες αυτό!» φώναξε ο Στέφανος κρατώντας ένα πολύχρωμο χαρτί. Ήταν μια σκισμένη σελίδα από ένα κόμικ, και, ως γνωστόν, ο Στέφανος ήταν μανιώδης συλλέκτης κόμικς – τα αγαπούσε περισσότερο κι απ’ τη ζωή του.

«Είναι από κάποιο κόμικ που δεν έχω διαβάσει ποτέ…» μουρμούρισε σκεπτικός και περιεργάστηκε τη σελίδα. Οι εικόνες έδειχναν δυο ξανθά παιδάκια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι να πετούν πάνω από ένα σκοτεινό δάσος ενώ κάποιος τους κυνηγούσε. «Κάτι μου θυμίζει αυτή η ιστορία…»

Γύρισε τη σελίδα κι απ’ την άλλη. Τα δυο παιδιά γλίτωναν απ’ τον κακό που τους κυνηγούσε φωνάζοντας το ξόρκι «Κέρσι Ντομ», και στο επόμενο καρέ μεταμόρφωναν το σκοτεινό εκείνο μέρος σ’ έναν ονειρεμένο παιχνιδόκοσμο, στη Χώρα των Μαγικών Ονείρων!

«Δεν το πιστεύω!» φώναξε η Στέλλα. «Αυτοί είμαστε εμείς! Κάποιος έκλεψε την ιστορία μας και την έκανε κόμικ!» Μέχρι να πει αυτό είχε πέσει άλλη μια σελίδα απ’ τον ουρανό. Την άρπαξαν και είδαν πάλι τους εαυτούς τους να μπαινοβγαίνουν σε μαγικούς πίνακες στο φοβερό κάστρο που ήταν πάνω στο Νησί των Χριστουγέννων!

«Αυτό πάει πολύ! Κανένας μεγάλος δεν πρέπει να μάθει ούτε την ιστορία μας ούτε τις μαγικές μας δυνάμεις. Και επιπλέον δες πως με έχουν ζωγραφίσει! Με έχουν κάνει πολύ πιο μικρό απ' ό,τι είμαι!» φώναξε ο Στέφανος.

«Ναι αλλά και πολύ πιο όμορφο!» γέλασε η αδερφή του και χωρίς να χάσει χρόνο σηκώθηκε στον αέρα. «Γρήγορα, πάμε να δούμε από πού έρχονται οι σελίδες! Πρέπει να σταματήσουμε αυτόν που κλέβει τις περιπέτειές μας και τις κάνει κόμικς πριν τις μάθουν όλοι οι μεγάλοι!»

Οι Στε ξεκίνησαν το μακρινό τους ιπτάμενο ταξίδι ακολουθώντας και μαζεύοντας τις σελίδες που συνέχιζαν να πέφτουν από τον ουρανό. Πέρασαν μέσα από σκοτεινές χιονοθύελλες, πάνω από μικρά φωτισμένα χωριουδάκια, δίπλα από ψηλούς, ανεμοδαρμένους πύργους. Και συνέχεια μάζευαν σελίδες από κόμικς, σελίδες που εξιστορούσαν με κείμενο και εικόνα τις περιπέτειές τους στην κατασκήνωση του Χρυσού Βουνού, τα ταξίδια τους στο διάστημα, τα μαγικά τους όνειρα, τα παραμύθια με νεράιδες, δράκους και πειρατές…

Και κάποτε έφτασαν σε μια πόλη με πολλούς ουρανοξύστες. Εκατομμύρια φωτάκια ήταν αναμμένα παντού και φώτιζαν το χιόνι που έπεφτε με βουβή μεγαλοπρέπεια. Από την κορυφή του ψηλότερου ουρανοξύστη πέταξε μια ακόμα σελίδα.

«Γρήγορα! Τον βρήκαμε!» φώναξε ο Στέφανος και όρμησαν στο ανοιχτό παράθυρο. Είδαν ένα μικρό δωμάτιο γεμάτο αφίσες των Simpsons, των ταινιών του Κιούμπρικ και των λουλουδιών του Warhol. Ένας νεαρός ήταν σ’ ένα γραφειάκι. Είχε αποκοιμηθεί πάνω σε μια πολύχρωμη, μισοτελειωμένη σελίδα με τις περιπέτειες των Στε…

Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του. Πρόσεξε τον αέρα που είχε σηκωθεί. «Στην ευχή. Όλες οι σελίδες που σχεδίασα έφυγαν απ’ το παράθυρο!» Και μετά είδε τους Στε. Τινάχτηκε πάνω φωνάζοντας: «Ποιοι είστε εσείς;!»

Τα παιδιά πέταξαν μέσα στο δωμάτιο καθώς ο νεαρός, που τον έλεγαν Οδυσσέα, έτριβε τα μάτια του. «Μα εσείς είστε ίδιοι με τους… Και πετάτε! Έχετε στ’ αλήθεια μαγικές δυνάμεις!» Ήταν έκπληκτος. «Υπάρχετε στ’ αλήθεια; Όλα τα παιδιά της περιοχής μιλούν για εσάς και τις περιπέτειές σας, αλλά νόμιζα ότι όλα αυτά ήταν υπερβολές».

Οι Στε δεν απάντησαν. Κάτι έπρεπε να κάνουν: δε γινόταν να ξέρουν οι μεγάλοι τα μυστικά τους. Είχαν αποφασίσει πως ποτέ δε θα φανέρωναν σε κανένα μεγάλο τις μαγικές τους δυνάμεις! Όμως αυτός ο νεαρός ήταν τόσο συμπαθητικός... και είχε και τόσο ταλέντο! Τα κόμικς του ήταν τόσο ωραία...

«Δε μου λες…», είπε τελικά η Στέλλα με βαριά καρδιά, καθώς ετοιμαζόταν να κάνει ένα μαγικό που θα έσβηνε για πάντα από τη μνήμη του Οδυσσέα όλα αυτά που είχαν συμβεί. «Πόσο χρονών είσαι;»

«Δεκαοκτώ!» είπε περήφανος αυτός. «Σχεδόν ενήλικας!»

«Α», έκανε απογοητευμένη η Στέλλα και σήκωσε το χέρι της μουρμουρίζοντας ένα ξόρκι. Το χέρι της έμεινε στον αέρα. «Για μισό λεπτό… Τι εννοείς σχεδόν;»

«Γίνομαι δεκαοκτώ τον άλλο μήνα.»
Οι Στε κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Μετά κοίταξαν το μισοτελειωμένο κόμικ και τις σελίδες που είχαν μαζέψει στο δρόμο.

«Εντάξει, είναι ακόμα μικρός», ψιθύρισε ο Στέφανος στην αδερφή του. «Ας τον αφήσουμε να τελειώσει το κόμικ... Και μετά βλέπουμε!»

«Λοιπόν», είπε η Στέλλα. «Εμείς πρέπει να φύγουμε, αλλά θα ξανάρθουμε στα γενέθλιά σου τον άλλο μήνα! Θα έχεις σχεδιάσει όλες τις περιπέτειές μας μέχρι τότε;»

«Μα βέβαια!» απάντησε το αγόρι. «Θα χαρώ πολύ να σας ξαναδώ. Θα κάνω ένα τέλειο πάρτι!»

Χαρούμενα τα αδέρφια πέταξαν έξω απ’ το παράθυρο. Ξημέρωνε, και το χιόνι συνέχιζε να πέφτει σαν τρελό. Και καθώς απομακρύνονταν σκέφτονταν πυρετωδώς τι δώρα θα έπαιρναν στον νέο τους φίλο για τα γενέθλιά του.

Την ίδια στιγμή, στην κορυφή του ψηλότερου ουρανοξύστη της πόλης, ο Οδυσσέας έβαζε μουσική, ξανακαθόταν στο γραφείο του, έπαιρνε τα χρωματιστά του μολύβια και σχεδίαζε δυο μορφές. Δυο ζωγραφισμένα παιδιά που πετούσαν έξω από ένα ανοιχτό παράθυρο και ταξίδευαν σ’ ένα πανέμορφο και χιονισμένο χειμωνιάτικο τοπίο…