Η άνοιξη είναι εδώ - τώρα βλέπω τον ήλιο έξω απ' το παράθυρό μου. Κι έτσι έφτιαξα ένα νέο παραμύθι ειδικά για το blog (αλλά και για την παιδική εφημερίδα του Μεταίχμιου) με ήρωες τη Στέλλα και τον Στέφανο...
Η Ανοιξιάτικη Περιπέτεια των ΣΤΕ!«Πολύ περίεργος καιρός. Πολύ κρύο…», είπε η Στέλλα στον μικρότερο αδερφό της καθώς πήγαιναν για ύπνο. Έξω ο αέρας φυσούσε και η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει.
«Κρύο δε λες τίποτα! Δεν θα ‘πρεπε να είχε έρθει ήδη η Άνοιξη;» ρώτησε ο Στέφανος βάζοντας τις πιτζάμες του…
Το ίδιο βράδυ η Στέλλα ονειρεύτηκε πως ήταν σε μια παγωμένη λίμνη κι έκανε πατινάζ. Έκανε φανταστικές φιγούρες: Ιπτάμενα φλιπ, δεκαπλά τόλουπ, ανάποδα άξελ… Γλιστρούσε στον πάγο με την ταχύτητα του φωτός! Ξαφνικά είδε κάτι που την τρόμαξε. Μπροστά της ήταν σκυμμένη μια σκοτεινή φιγούρα! Την πλησίαζε με ασύλληπτη ταχύτητα.
«Φύγε από κει! Θα πέσω πάνω σου!» φώναξε και προσπάθησε να στρίψει. Ήταν όμως αργά. Σκόνταψε πάνω στην φιγούρα, τινάχτηκε στον αέρα κι αφού έκανε μια άτσαλη τούμπα σωριάστηκε φαρδιά πλατιά πάνω στον πάγο.
«Ωχ…» μουρμούρισε, «αυτό πόνεσε.»
«Γιατί; Το δικό μου δεν πόνεσε;» φώναξε ο Στέφανος που ήταν πεσμένος στον πάγο. Αυτός ήταν η σκοτεινή φιγούρα.
«Τι κάνεις εδώ;» είπε όλο έκπληξη η αδερφή του. «Γιατί ήρθες; Αυτό είναι το δικό μου όνειρο.»
«Έβλεπα ότι πετούσα πάνω απ’ το Βόρειο Πόλο και ξαφνικά άρχισα να χάνω ύψος και έπεσα εδώ…» Στεκόταν όρθιος με δυσκολία – όλο γλιστρούσε.
Με μια σιωπηλή ευχή η Στέλλα εμφάνισε ένα ζευγάρι παγοπέδιλα και τα φόρεσε στον αδερφό της. Τώρα όμως ήταν χειρότερα. Ο Στέφανος δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα!
«Εεε… φυσικό είναι. Αφού δεν ξέρω να κάνω πατινάζ.»
«Τώρα ξέρεις!», είπε η Στέλλα χρησιμοποιώντας το ξόρκι γρήγορης εκμάθησης πατινάζ.
«Ωχ, ναι! Τώρα ξέρω» είπε το αγόρι κι άρχισε να τρέχει σαν τρελό και να κάνει διαστημικές πιρουέτες στον πάγο.
Γύρω τους υπήρχαν ψηλά χιονισμένα βουνά. Ήταν σχεδόν σκεπασμένα από σκοτεινά σύννεφα. Και τότε έγινε κάτι πολύ περίεργο. Χίλιες κατακόκκινες παπαρούνες, παρασυρμένες απ’ τον δυνατό άνεμο, ήρθαν καταπάνω τους.
Οι ΣΤΕ άνοιξαν διάπλατα τα χέρια τους και αγκάλιασαν τις χίλιες παπαρούνες για να φτιάξουν μια τεράστια ανθοδέσμη…
Περίεργο, σκέφτηκαν. Οι παπαρούνες συνήθως βγαίνουν την Άνοιξη… Τι δουλειά έχουν τώρα σ’ αυτό το παγωμένο τοπίο; Από πού τις είχε φέρει ο άνεμος;
«Πάμε να δούμε!»
Πέρασαν μέσα από δάση με ψηλά, γυμνά δέντρα, δίπλα από αρκούδες που κοιμόταν, πάνω από παγωμένα ρυάκια. Κάποτε βρήκαν αυτό που έψαχναν. Δυο ανθρώπους - έναν άντρα και μια γυναίκα. Με τη μαγική τους όραση οι ΣΤΕ είδαν ότι ο άντρας είχε στα χέρια του ένα μεγάλο κατακόκκινο κλειδί…
Το ζευγάρι τρόμαξε με το που είδε τα παιδιά.
«Θα μας χαλάσουν το σχέδιο! Εσύ φταις, που άφησες ανοιχτή την πόρτα και βγήκαν οι παπαρούνες», είπε ο άντρας στη γυναίκα.
«Δεν το έκανα επίτηδες!» του απάντησε εκείνη. «Γρήγορα, κρύψε το κλειδί. Τρέχα!»
Πάνω που οι ΣΤΕ πλησίαζαν τους δυο ανθρώπους αυτοί άρχισαν να τρέχουν πάνω στον πάγο με απίστευτη ταχύτητα.
«Σταματήστε! Πείτε μας τι συμβαίνει!» φώναξε η Στέλλα αλλά το ζευγάρι είχε ήδη φύγει μακριά. Τα παιδιά έβαλαν τα δυνατά τους - τα παγοπέδιλά τους έβγαζαν σπίθες!
«Εκεί πήγαν, πίσω απ’ τους θάμνους!» είπε ο Στέφανος που είχε χρησιμοποιήσει την μαγική όραση που κάνει διάφανα όλα τα φυτά. «Είναι σφιχτά αγκαλιασμένοι και τρέμουν. Πάμε με προσοχή…»
Τα παιδιά τους πλησίασαν.
«Όχι!» φώναξε ο άντρας. «Δε σας δίνουμε το κλειδί. Γι’ αυτό δεν ήρθατε;»
Η Στέλλα το σκέφτηκε λιγάκι. Μήπως τελικά γι’ αυτό είχαν συναντηθεί με τον Στέφανο στο όνειρό της; Για να πάρουν αυτό το κλειδί;
«Δεν έχει Άνοιξη φέτος, συνηθίστε το!» είπε ήρεμα η γυναίκα. «Η πόρτα της Άνοιξης δεν πρόκειται να ανοίξει. Καθόλου!»
Τι περίεργα πράγματα είναι αυτά; σκέφτηκε ο Στέφανος και άνοιξε στο μυαλό του την αόρατη εγκυκλοπαίδεια. Ήταν ένα βιβλίο με δισεκατομμύρια σελίδες γεμάτες απαντήσεις, που λειτουργούσε μόνο στον εγκέφαλο των ΣΤΕ. Έψαξε στο λήμμα Άνοιξη. «Στέλλα άκου έναν παλιό θρύλο για την Άνοιξη… Η Άνοιξη, λέει, είναι πάντα κλεισμένη σ’ ένα μικρό καλύβι. Όταν έρχεται η ώρα της, η πόρτα του καλυβιού ανοίγει μ’ ένα κατακόκκινο κλειδί κι αυτή ξεχύνεται στην πλάση!»
«Κι αυτό το κλειδί το έχετε εσείς, ε;» ρώτησε η Στέλλα το ζευγάρι.
«Εγώ», απάντησε ο άντρας. «Πάντα εγώ το είχα. Κι όταν έφτανε η εποχή άνοιγα την πόρτα – κάθε χρόνο. Όμως φέτος…»
«Φέτος τι;»
«Φέτος το χειμώνα γνώρισα αυτή τη γυναίκα.» Η γυναίκα του έκανε νόημα να συνεχίσει. «Ήρθε στο χωριό μου και πουλούσε γιατρικά για το κρυολόγημα - τα φτιάχνει μόνη της. Έτσι αγαπηθήκαμε. Δυστυχώς δεν έχουμε πολλά λεφτά και αν καλυτερέψει ο καιρός θα πρέπει να φύγει, να πάει να δουλέψει σε κρύες χώρες...»
«Μα δεν αρρωσταίνουν μόνο το χειμώνα οι άνθρωποι», είπε ο Στέφανος στη γυναίκα, «Ξέρεις πόσες ανοιξιάτικες αλλεργίες υπάρχουν;»
«Ναι», είπε αυτή θλιμμένα, «όμως δεν ξέρω να φτιάχνω φάρμακα ή φίλτρα για τις αλλεργίες!»
«Ε, αυτό είναι το πρόβλημα; Θα σου βρω χίλιες συνταγές στην αόρατη εγκυκλοπαίδεια!»
«Και θα σου φέρουμε και όλα τα υλικά!», συμπλήρωσε η Στέλλα. «Τώρα αμέσως!»
Μόλις έγινε αυτό, το ζευγάρι αναστέναξε με ανακούφιση. Μπορούσαν να συνεχίσουν να ’ναι μαζί! Ο άντρας οδήγησε τους ΣΤΕ στη μικρή καλύβα της Άνοιξης κι έβγαλε το κατακόκκινο κλειδί από την τσέπη του. Πλησίασε την ξύλινη πόρτα και την ξεκλείδωσε. «Προσέξτε!», είπε στους άλλους, «φύγετε από μπροστά».
Με το που άνοιξε η πόρτα φύσηξε ένας δυνατός άνεμος. Και μέσα απ’ την καλύβα ξεχύθηκαν χιλιάδες λουλούδια όλων των χρωμάτων. Κι εκατομμύρια καταπράσινα φύλλα. Και πολλές ζεστές ακτίνες του ήλιου… Έβγαιναν, έβγαιναν και τελειωμό δεν είχαν! Το ταξίδι τους μόλις ξεκινούσε… Τα λουλούδια φυτεύονταν στο χώμα, ακόμα και στις πιο απάτητες πλαγιές. Τα φύλλα ενώνονταν με τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Και οι ακτίνες του ήλιου έλουζαν βουνά και θάλασσες.
«Μα καλά, πόσα πράγματα χωρούσαν σ’ αυτό το καλυβάκι;» μουρμούρισε νυσταγμένος ο Στέφανος.
«Στέφανε;» είπε η Στέλλα. «Στέφανε; Μ’ ακούς; Ξύπνα επιτέλους!»
Το αγόρι άνοιξε τα μάτια του. Η αδερφή του είχε μπει στο δωμάτιό του και τον τραβούσε απ’ το χέρι.
«Δες!» Απ’ το ανοιχτό παράθυρο φαινόταν όλο το κτήμα των ΣΤΕ. Τα πάντα ήταν ανθισμένα και πολύχρωμα. Ο ήλιος έλαμπε πάνω απ’ την γαλήνια θάλασσα. Αυτή όμως δεν ήταν η μόνη έκπληξη.
Στο χέρι της η Στέλλα κρατούσε ένα κλειδί, ένα μεγάλο κατακόκκινο κλειδί.
«Ήταν στην τσέπη μου όταν ξύπνησα!» εξήγησε. «Το φαντάζεσαι; Μπορούμε να φέρνουμε την Άνοιξη όποτε θέλουμε! Και να αλλάζουμε τις εποχές!»
Τα αδέρφια πέταξαν έξω απ’ το παράθυρο και προσγειώθηκαν σ’ έναν ολάνθιστο κήπο στην κορυφή ενός λόφου. Ήταν ώρα για παιχνίδι…